Γιατί αναπνέουμε βαθιά;

Ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες

Με βάση τη φυσιολογία, για να επιτυγχάνεται η επαρκής οξυγόνωση του οργανισμού μας, χρειάζεται να υπάρχει στα πνευμόνια 6,5-7% CO2.  Από την ατμόσφαιρα λαμβάνει ο άνθρωπος μόνον όσο υπάρχει, δηλαδή το 0,04%.
Είναι ένα αέριο που παράγει το ίδιο μας το σώμα μέσω των καύσεων (4%) και δεν αποθηκεύεται.

Η βαθιά και ανεξέλεγκτη αναπνοή με την οποία χάνεται το πολύτιμο CO2 , είναι αποτέλεσμα και πυροδοτείται από δύο βασικές αιτίες. Μια αιτία είναι τα χαμηλά επίπεδα CO2 στην ατμόσφαιρα (0,04%) στην οποία μειώθηκε και μειώνεται σταδιακά εδώ και εκατομμύρια χρόνια λόγω της φωτοσύνθεσης. Τα χαμηλά εξωτερικά επίπεδα CO2 οδηγούν το κέντρο αναπνοής του ανθρώπου, ως μια αντίδραση reflex, να προσπαθεί να αυξάνει τον όγκο του εισπνεόμενου αέρα για να καλύπτει τη διαφορά.

Γεγονός που δεν το πετυχαίνει αφού η διαφορά μεταξύ της ζήτησης (6,5% στα πνευμόνια) και προσφοράς (0,04% στην ατμόσφαιρα) είναι δυσανάλογα μεγάλη. Που σημαίνει ότι ακόμη και με την προσπάθεια να εισπνέει κανείς περισσότερο αέρα δεν καλύπτεται η ανάγκη του οργανισμού.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής του ανθρώπου, το καθημερινό άγχος, η μειωμένη κίνηση, η λάθος διατροφή, το επιβαρυμένο περιβάλλον και πολλά άλλα οδηγούν σε συχνότερες και σε μεγαλύτερου όγκου αέρα αναπνοές, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να οδηγούνται στον υπεραερισμό χωρίς να το καταλάβουν.

Ας σημειώσουμε εδώ και τη λανθασμένη και ευρέως διαδεδομένη (αλλά όχι επιστημονικά τεκμηριωμένη) αντίληψη, ότι η βαθιά αναπνοή είναι ωφέλιμη και η οποία συνιστάται συχνά ως οδηγία για χαλάρωση ψυχικών εντάσεων και ως τρόπος αναπνοής στην εκγύμναση. Οι χρόνιες μελέτες και η εμπειρία της εφαρμογής τεκμηριώνει το αντίθετο, ότι δηλαδή η αιτία των ασθενειών είναι οι βαθιές αναπνοές.​